ἱπποδέτης

ἱπποδέτης
ἱππο-δέτης, ου, ,
A binding horses,

ῥυτήρ S.Aj.241

(anap.); epith. of Heracles at Thebes and Onchestos, Paus.9.26.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιπποδέτης — ἱπποδέτης, ὁ (Α) 1. αυτός που δένει τους ίππους («ἱπποδέτην ῥυτῆρα», Σοφ.) 2. επίθ. τού Ηρακλή στη Θήβα και στην Ογχηστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δέτης (< δέω [ΙΙ])] …   Dictionary of Greek

  • ἱπποδέτης — binding horses masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδέτην — ἱπποδέτης binding horses masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδέτου — ἱπποδέτης binding horses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”